οστίτιδα

οστίτιδα
[-ιτις (-ιδος)] η мед. остит

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οστίτιδα" в других словарях:

  • οστίτιδα — η ιατρ. φλεγμονώδης πάθηση τού οστίτη ιστού, μικροβιακής, παρασιτικής ή χημικής αιτιολογίας, αλλ. οστεΐτιδα (α. «λοιμώδης οστίτιδα» β. «φυματιώδης οστίτιδα,») …   Dictionary of Greek

  • οστίτιδα — η πάθηση, φλεγμονή των οστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οστεΐτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή του οστίτη ιστού. Εμφανίζεται συνήθως στα παιδιά και προσβάλλει κυρίως τα σπογγώδη οστά, τις πλευρές, τους σπόνδυλους και τα άκρα των οστών. Διακρίνεται σε οξεία ή χρονία (τερηδόνα) και, ανάλογα με το μικρόβιο που την προκαλεί,… …   Dictionary of Greek

  • οστεόφθιση — η ιατρ. παλαιός όρος για την φυματιώδη οστίτιδα …   Dictionary of Greek

  • Πάτζετ, νόσος του- — (Ιατρ.). Δυο είναι τα γνωστά με αυτό το όνομα νοσήματα. Το ένα προσβάλλει αποκλειστικά τους μαστούς γυναικών άνω των 40 ετών με χαρακτήρα προκαρκινωματικής βλάβης (σπάνιο στον άντρα). Αρχίζει σαν μια χρόνια εκζεματική αλλοίωση της άλω της θηλής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»